- καταξίωση
- η (Α καταξίωσις) [καταξιώ]νεοελλ.η αναγνώριση τής αξίας κάποιου, η δικαίωση («στα γεροντάματα πέτυχε την καταξίωση που περίμενε σε όλη του τη ζωή»)αρχ.η υπόληψη, ο σεβασμός, η εκτίμηση προς κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταξιώσῃ — καταξιώσηι , καταξίωσις high esteem fem dat sg (epic) καταξιόω deem worthy aor subj mid 2nd sg καταξιόω deem worthy aor subj act 3rd sg καταξιόω deem worthy fut ind mid 2nd sg καταξιόω deem worthy aor subj mid 2nd sg καταξιόω deem worthy aor subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξιώσηι — καταξίωσις high esteem fem dat sg (epic) καταξιώσῃ , καταξιόω deem worthy aor subj mid 2nd sg καταξιώσῃ , καταξιόω deem worthy aor subj act 3rd sg καταξιώσῃ , καταξιόω deem worthy fut ind mid 2nd sg καταξιώσῃ , καταξιόω deem worthy aor subj mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Γκλας, Φίλιπ — (Philip Glass, Βαλτιμόρη 1937 –). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης. Από τους σημαντικότερους συνθέτες της σύγχρονης μουσικής, ο Γ. έχει καταφέρει με το πολυποίκιλο έργο του να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ σοβαρής μουσικής και ποπ, χάρη σε νέους τρόπους… … Dictionary of Greek
Γκολντόνι, Κάρλο — (Carlo Goldoni, Βενετία 1707 – Παρίσι 1793). Ιταλός κωμωδιογράφος. Από μικρός έδειξε εξαιρετική αγάπη για το θέατρο και σε ηλικία μόλις 8 ετών έγραψε το πρώτο έργο του για το οικογενειακό θεατράκι. Καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός και πήγαινε από … Dictionary of Greek
Γκράμι, βραβεία — (Grammy awards). Θεσμός μουσικών βραβείων της αμερικανικής δισκογραφικής βιομηχανίας. Η ιδέα για τα β.Γ., ως κάτι αντίστοιχο των βραβείων Όσκαρ της κινηματογραφικής βιομηχανίας, αλλά για τον μουσικό χώρο, υλοποιήθηκε το 1957 από μια ομάδα… … Dictionary of Greek
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών — (ΕΚΚΕ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με έδρα την Αθήνα, που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Πρόκειται για τον σημαντικότερο δημόσιο φορέα της κοινωνικής έρευνας στη χώρα μας, ενώ διαθέτει … Dictionary of Greek